Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

ΑΝΑΛΥΣΗ: Πρωταρχική Συσσώρευση και Στρατηγική της Έντασης

του Σπύρου Μαρκέτου
 w02_commons_03
 Στα πέντε χρόνια που κύλησαν από την εξέγερση του Δεκέμβρη, η χώρα άλλαξε όψη. Η κρίση του καπιταλισμού, αγγίζοντας κάθε όψη της ζωής, έχει πλέον αποσταθεροποιήσει το πολιτικό σύστημα. Είναι φανερό τώρα πια ότι οι μέρες που ζούμε δεν είναι συνηθισμένες, αλλά αυτή η διαπίστωση συνήθως δεν έχει ένα θεωρητικό πλαίσιο που θα τήν έκανε κομάτι μιας ευρύτερης εικόνας, ώστε να βγάζει νόημα. Έτσι, δύσκολα αξιοποιείται πρακτικά. Αυτό έχει να κάνει και με τους φόβους μας. Από το πώς διαβάζουμε την καθημερινότητα και τις αλλαγές γύρω μας εξαρτάται το τι κάνουμε και τι στόχους βάζουμε, αλλά συχνά ισχύει και το αντίστροφο, δηλαδή, ακριβώς επειδή θέλουμε πάση θυσία ν’ αποφύγουμε κάποιες ενοχλητικές σκέψεις και πρακτικά συμπεράσματα, αρνούμαστε πεισματικά να διαβάσουμε αυτά που η πραγματικότητα γράφει μπροστά μας με τεράστια γράμματα. Για παράδειγμα, επειδή δεν θέλουμε να ξεβολευτούμε, αρνούμαστε και να πιστέψουμε ότι δεν υπάρχει επιστροφή στη ζωή που είχαμε πριν από την κρίση, ζωή διόλου τέλεια έτσι και αλλιώς.

Ωστόσο βαθεία μέσα μας μάλλον ξέρουμε ότι σύντομα μερικές αλήθειες θα είναι αυτονόητες. Ο κοινωνικός συμβιβασμός τελείωσε, ήρθε ο καιρός του όλα για όλα, του ή αυτοί ή εμείς. Κανένας νόμος ή θεσμός ή ΟΗΕ δεν μας συμπαραστέκεται, μονάχα η συλλογική μας αυτοοργάνωση μάς κρατά. Η μάχη δίνεται στους δρόμους, και θα κριθεί από το αν η μαζική μας κινητοποίηση θα είναι αρκετά βαθειά, πλατειά και δυναμική, και αν θα έχει σωστούς στόχους. Επίσης δίνεται στην κεντρική πολιτική σκηνή, απ’ όπου πρέπει να διώξουμε τους εκπροσώπους του κεφαλαίου, όχι φυσικά για ν’ αποφύγουμε τη μάχη στους δρόμους, αλλά ακριβώς για ν’ ανοίξει ο δρόμος στους δρόμους. Χωρίς στέρεες συμμαχίες χαθήκαμε, αλλά και χωρίς ανυποχώρητο αγώνα, πρακτικό και ιδεολογικό, ενάντια στον καπιταλισμό, επίσης χαθήκαμε. Ο φασισμός είναι το τελευταίο τους όπλο, και ήρθε για να μείνει, όσο δεν τόν τσακίζουμε εμείς. Αν δεν χτίσουμε μέσα στον ορυμαγδό της κρίσης θύλακες πρώτα, κι έπειτα μια κοινωνία αξιοπρέπειας πολύ πιο ελεύθερη κι εξισωτική και αλληλέγγυα από τη σημερινή, θα υποστούμε μια βαρβαρότητα εκατό φορές πιο άγρια και ιεραρχική και ανθρωποφαγική από τη σημερινή. Σήμερα δεν είμαστε φτωχοί επειδή μας λείπουν οι πόροι ή οι παραγωγικές γνώσεις ή η υποδομή, αλλά επειδή δεν είμαστε ελεύθεροι, και οι αφέντες μάς αρπάζουν ό,τι παράγουμε. Ολοφάνερα όλα αυτά, αλλά ακόμη και τώρα, μετά από χρόνια μνημονίων, λιγοστός κόσμος τα δέχεται, πέρα από το χώρο της αναρχίας και της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Τούτο το μούδιασμα της σκέψης είναι αποτέλεσμα του σοκ. Είναι η κατάσταση από την οποία οι εξουσιαστές δεν θέλουν να ξεφύγουμε ποτέ. Αλλά δεν θα τούς κάνουμε τη χάρη.
Δομική προσαρμογή
Φυσικά, όλα αυτά που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια ούτε τυχαία είναι ούτε θα έπρεπε να εκπλήσσουν κανέναν. Η πολιτική που επιβάλλει η Τρόικα και ασκεί η κυβέρνηση έχει συνοχή, καθώς και δεδομένα στάδια, κατευθύνσεις και στόχους. Έχει έτοιμα πρωτόκολλα, μολονότι χρειάζεται και αυτοσχεδιασμό, επειδή είναι η πρώτη φορά που ασκείται σε μια πλούσια χώρα του καπιταλιστικού πυρήνα. Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που ρημάζει ένα λαό, αντίθετα, έχει εφαρμοστεί δεκάδες φορές από τη δεκαετία του 1980, οπότε είχε ρονταριστεί στη Νιγηρία και σε άλλες χώρες της περιφέρειας, άλλοτε με επιτυχία (για τα δικά τους μέτρα) και άλλοτε αποτυχαίνοντας πανηγυρικά. Είναι η πολιτική που στη γλώσσα των εχθρών μας ονομάζεται δομική προσαρμογή (προσαρμογή σε τι; στις ανάγκες του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος) και στη γλώσσα του αντικαπιταλισμού πρωταρχική συσσώρευση (Φεντερίτσι, Καφφέντζης, Γκραίμπερ) ή απαλλοτριωτική συσσώρευση (Χάρβεϋ). Οι πολιτικοί και οι τεχνοκράτες που τήν ασκούν προς όφελος των πλούσιων γνωρίζουν πού οδηγεί και τι καταστροφές συνεπάγεται. Διευκολύνονται στο έργο τους από ηγεσίες και διανοούμενους της συστημικής αριστεράς, που ως σήμερα παριστάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν τι τρέχει και αρνούνται ακόμη και να τήν κατονομάσουν. Γιατί αν δώσεις όνομα στην αρρώστια θα πρέπει ίσως και να σκεφτείς ότι δεν γιατρεύεται με ασπιρίνες, και αυτό ξεβολεύει.
Τι είναι η πρωταρχική συσσώρευση, ή απαλλοτριωτική συσσώρευση; Με δυο λόγια, είναι μια διαδικασία συχνή στην περιφέρεια του συστήματος, με την οποία ο καπιταλισμός αρπάζει και καταστρέφει, έτσι ώστε ν’ ανοίξει το δρόμο για έναν νέο κύκλο συσσώρευσης του κεφαλαίου, ώστε να επιβιώσει και ν’ αναπαραχθεί. Περιγράφεται με ενάργεια σε βασικές κι επίκαιρες αναλύσεις, όπως το Νεοφιλελευθερισμός. Ιστορία και παρόν, του Ντέηβιντ Χάρβεϋ. Το ιστορικό της βάθος και κάποια θεωρητικά προβλήματα που συνδέονται μαζί της παρουσιάζονται στην εκπληκτική συνθετική μελέτη της Σίλβιας Φεντερίτσι, Ο Κάλιμπαν και η μάγισσα, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις των ξένων. Τα στάδια και οι επιμέρους στοχεύσεις της αναλύονται σε μελέτες εχθρών, όπως μια που είχα επισημάνει παλιότερα [“Θα προλάβουν οι αστοί και η χούντα Παπαδήμου;”, Η Λέσχη. Φτιάχνοντας τα τετράδια της ανυπότακτης θεωρίας, 14 Νοέμβρη 2011,  http://tinyurl.com/ka5dy5e%5D.
Τι σημαίνει λοιπόν πρωταρχική συσσώρευση στη μνημονιακή Ελλάδα; Σημαίνει πρώτα πρώτα ότι το κράτος δίνει στους τραπεζίτες τεράστιες φέτες του πλούτου που όλοι και όλες μαζί παράγουμε, μέσω της εξόφλησης του λεγόμενου χρέους, αλλά και των λεγόμενων ανακεφαλαιοποιήσεων και άλλων προγραμμάτων ενίσχυσης των τραπεζών. Ριζοσπάστες αναλυτές, όπως ο Λεωνίδας Βατικιώτης, παρουσιάζουν στην τακτική τους αρθρογραφία πολλές γαργαλιστικές λεπτομέρειες, που δεν χωρούν εδώ. Αλλά αυτοί δεν είναι οι μόνοι τρόποι που αρπάζουν οι τραπεζίτες τον πλούτο μας. Για παράδειγμα, μόνο την περασμένη εβδομάδα, αγόρασαν από το ΤΑΙΠΕΔ, σε κλάσμα της αξίας τους, ακίνητα στα οποία στεγάζονται δημόσιες υπηρεσίες, από σχολεία μέχρι τη ΓΑΔΑ. Ταυτόχρονα τα νοίκιασαν στο δημόσιο για μια εικοσαετία, και στο εξής θα τούς πληρώνουμε υπέρογκα ενοίκια, ενώ τα αγόρασαν με δικά μας χρήματα, από τις ενισχύσεις που τούς έδωσε το δημόσιο. Τα πουλήσαμε 261 εκατομμύρια, και θα δώσουμε νοίκι, για αρχή, 600 εκατομμύρια. Απολύτως νόμιμα όλα αυτά στο πλαίσιο του καπιταλισμού, αλλά και ηθικά.
Όλοι οι ισχυροί, που όταν διατάζουν λέγονται ‘αγορές’ και όταν αρπάζουν ‘επενδυτές’, συμμετέχουν στο πανηγύρι. Σείχηδες αγοράζουν νησιά, κινεζικές κρατικές εταιρείες αγοράζουν λιμάνια, γάλλοι ιδιώτες λιγουρεύονται το νερό των μεγάλων πόλεων, οι γερμανοί χτυπάνε τις τράπεζες, την ενέργεια και ό,τι κινείται. Πολλοί ‘επενδυτές’ είναι έλληνες, που έχουν ρευστότητα χάρη στη σκανδαλώδη πολιτική υπέρ των πλούσιων που εφαρμόστηκε τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά και για άλλους λόγους. Ο εφοπλιστής Μελισσανίδης, υπόδικος για λαθρεμπόριο καυσίμων τεράστιας έκτασης, πρακτικά αγόρασε τον ΟΠΑΠ με τα χρήματα που δεν τού ζητά η εφορία. Το κράτος εκπλειστηριάζει σπίτια άνεργων που χρωστούν λίγα εκατοστάρικα, αλλά δεν ασχολείται με τα λαυράκια της Λίστας Λαγκάρντ. Όλα αυτά δεν είναι τυχαία ή μεμονωμένα περιστατικά, αλλά όψεις του υπαρκτού καπιταλισμού. Δεν είναι στοιχεία δυσλειτουργίας του, όπως παριστάνουν οι δήθεν αριστερές κοκκινοσκουφίτσες του εκσυγχρονισμού, αλλά φυσιολογικές του λειτουργίες που ενισχύουν τη συσσώρευση και τη συγκέντρωση του κεφαλαίου. Φυσικά συγχρόνως αποσταθεροποιούν το σύστημα, αλλά ποιός είπε ότι ο καπιταλισμός είναι σταθερό σύστημα; Ιδίως στην εποχή της τερματικής του κρίσης, όπως τήν χαρακτηρίζει ο σοφός Ιμμάνουελ Βαλλερστάιν;
Συνάμα το κράτος οργανώνει την πτώχευση του υπόλοιπου πληθυσμού. Από τη μια μεριά καταστρέφει τα εισοδήματα: μισθοί και εισοδήματα σφαγιάζονται, τα ασφαλιστικά ταμεία οδηγούνται στη χρεωκοπία, οι συντάξεις πετσοκόβονται. Από την άλλη, επιβάλλει αβάσταχτους φόρους που συντρίβουν μικροϊδιοκτήτες και μικρές επιχειρήσεις, ενώ διαλύει και το αναιμικό σύστημα προνοίας που είχε φτιαχτεί προηγουμένως. Οι φόροι που εισπράχθηκαν την τελευταία δεκαετία ήταν 467 δις, ελάχιστα από τα οποία ξοδεύτηκαν για τις ανάγκες των εργαζόμενων. Σχολεία, πανεπιστήμια, νοσοκομεία, πρόνοια, επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και όλες οι υπόλοιπες δημόσιες επιχειρήσεις σαρώνονται. Δίπλα δηλαδή στους ονομαστικούς μισθούς εξαφανίζεται και ο λεγόμενος ‘κοινωνικός μισθός’. Οι συνθήκες εργασίας επαναφέρονται βίαια, με νομοθετικές παρεμβάσεις και υπό την υψηλή καθοδήγηση της Τρόικας, στον δέκατο ένατο αιώνα. Οι κατοικίες αρπάζονται από τους τραπεζίτες ή το κράτος. Το συνολικό κόστος της εργατικής δύναμης ψαλιδίζεται άγρια, και η ανεργία επιβάλλει στους προλετάριους αμοιβές και συνθήκες που νωρίτερα κανείς δεν δεχόταν. Και μάλιστα τώρα παράγουν πλούτο για τους άρπαγες δουλεύοντας μέσα παραγωγής που προηγουμένως συχνά τά νέμονταν οι ίδιοι. Αυτή είναι η ουσία του καπιταλισμού. Το σύστημα παράγει φτώχεια σε μαζική κλίμακα. Και θάνατο, όπως μάς δείχνει παραστατικά ο Καφφέντζης στο εκπληκτικό του δοκίμιο για τη μαρξιστική θεωρία του πολέμου (στο George Caffentzis, In Letters of Blood and Fire. Work, Machines, and the Crisis of Capitalism, PM Press 2013). Αυτή λοιπόν είναι η ώρα του φασισμού.
Φασισμός και νεοφιλελευθερισμός
Ο φασισμός δεν είναι αντίπαλος του νεοφιλελευθερισμού, όπως μυξοκλαψουρίζουν οι πονόψυχοι μνημονιακοί που τώρα βουτούν στην κολυμβήθρα του αντιφασισμού ελπίζοντας να καθαρθούν από τις αμαρτίες τους. Στην πραγματικότητα είναι το δίδυμό του αδερφάκι, μια άλλη πρακτική εφαρμογή του κοινωνικού δαρβινισμού. Στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, τον καιρό που επιστήμονες και φιλόσοφοι συγκροτούσαν τα δόγματα του βιολογικού ρατσισμού, φιλελεύθεροι όπως ο φιλόσοφος Χέρμπερτ Σπένσερ υποστήριξαν ότι η ανθρωπότητα βελτιώνεται όταν εξοντώνονται οι αδύνατοι. Με άλλα λόγια, ορθά το κεφάλαιο αντικαθιστά τους μηχανισμούς επιλογής που υπάρχουν στη φύση. Οι διανοητικοί πρόδρομοι του φασισμού συμφωνούσαν με αυτήν τη διαπίστωσή, συχνά τονίζοντας τις ρατσιστικές της διαστάσεις, και αναγορεύοντας κριτή της αέναης μάχης για επικράτηση τον πόλεμο αντί της αγοράς. Η ουσία δεν άλλαζε.
Στη σημερινή Ελλάδα, αλλά και σ’ όλη την Ευρώπη, το κράτος και τα μήντια που προωθούν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές είναι τα ίδια που στήνουν συγχρόνως, περισσότερο ή λιγότερο απροκάλυπτα, τα φασιστικά κινήματα και κυρίως χτίζουν τη λεγόμενη δεξαμενή του φασισμού, δηλαδή τον ευρύ χώρο που ασπάζεται τη ρατσιστική και φασιστική και νεοφιλελεύθερη συνθηματολογία μολονότι προσώρας δεν συμμετέχει στη φασιστική κινητοποίηση. Η ελληνική δεξαμενή του φασισμού πήρε καμιά εικοσαριά χρόνια για να φτιαχτεί, από τότε που οι καπιταλιστές ελέγχουν άμεσα τα κανάλια και αναπαράγουν ακατάπαυστα τα ιδεολογήματά τους. Συγκεντρώνει περίπου ως το ένα πέμπτο του πολιτικού σώματος και δεν θ’ αδιάσει γρήγορα, αλλά κρίσιμη σημασία έχει να μην τήν αφήσουμε ποτέ ν’ αρδεύσει ένα φασιστικό κίνημα. Ο ναζί του καναπέ είναι βέβαια αποκρουστικός, αλλά πολύ λιγότερο επικίνδυνος από τον ναζί του δρόμου.
Ο φασισμός ξεπηδά μέσα από τη φτώχεια, την απόγνωση και την ταπείνωση που γεννούν σε μαζική κλίμακα οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, με τις οποίες το κεφάλαιο συσσωρεύεται και συγκεντρώνεται στα χέρια όλο και λιγότερων. Στη μεσοπολεμική Ευρώπη τα ονόματα άλλαζαν, αλλά η ουσία των πραγμάτων ήταν η ίδια. Οι τραπεζίτες άρπαζαν ολοένα μεγαλύτερο κομμάτι του πλούτου, το βιοτικό επίπεδο έπεφτε, και οι βαρόνοι του τύπου ούρλιαζαν ότι υπεύθυνοι της κακοδαιμονίας ήταν οι αδύναμοι ή ξένοι: οι εβραίοι, οι ρομά, οι μειονότητες, οι γείτονες, οι κομμουνιστές. Στη Γερμανία, ο γνωστότερος άνθρωπος των τραπεζιτών ήταν ο Γιάλμαρ Σαχτ. Ευπροσήγορος κι εύστροφος, είχε οργανώσει την έξοδο από τον μεταπολεμικό υπερπληθωρισμό τη δεκαετία του 1920, σε βάρος των φτωχότερων εννοείται, και στη συνέχεια έγινε πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας και υπουργός Οικονομικών του Ράιχ. Ήταν ένας από τους γραβατωμένους που ενορχήστρωσαν την άνοδο του Χίτλερ, ο άνθρωπος κλειδί στην οικονομική πολιτική, ο ‘μάγος της οικονομίας’, όπως τον διαφήμιζαν τα τότε παπαγαλάκια, λες και χρειάζεται μαγεία για να λειτουργήσει ένα σύστημα στηριγμένο στην αρπαγή. Μετά τον πόλεμο δικάστηκε στη Νυρεμβέργη, αλλά αθωώθηκε.
Σύμφωνα με το λεγόμενο Δόγμα Σαχτ, η κεντρική τράπεζα δεν δανείζει απευθείας το κράτος, αλλά δίνει το χρήμα σε ιδιωτικές τράπεζες, οι οποίες στη συνέχεια δανείζουν το δημόσιο, με το αζημίωτο εννοείται. Έτσι οι τραπεζίτες καρπώνονται ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του πλούτου που παράγεται. Το δόγμα αυτό ανέτρεψε την τραπεζική θεωρία και πρακτική που είχε διαμορφωθεί από τα τέλη του δέκατου έβδομου αιώνα, όταν είχαν πρωτοφτιαχτεί οι κεντρικές τράπεζες στη Βρετανία και τη Σουηδία ακριβώς για ν’ αναλάβουν τον δανεισμό προς το δημόσιο με όρους μετριοπαθέστερους, ώστε να μένει σταθερό το σύστημα. Στο Τρίτο Ράιχ βέβαια οι τραπεζίτες, έχοντας πάρει το πράσινο φως από τον φύρερ, έβαλαν τα βραχυπρόθεσμα κέρδη τους πάνω από τη σταθερότητα και σύντομα τό φούνταραν. Λιγότερο γνωστό είναι ότι ακριβώς στο Δόγμα Σαχτ στηρίζεται η πολιτική και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, του πιο ολιγαρχικού απ’ όλους τους ολιγαρχικούς θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενός θεσμού καταστατικά μονωμένου από τη λαϊκή βούληση, ο οποίος ασκεί την οικονομική δικτατορία που μάς οδήγησε στην τωρινή χρεωκοπία, αλλά και πάλι η συστημική αριστερά δεν τολμά να ψελλίσει ούτε λέξη εναντίον του.
Στις σημερινές συνθήκες, όλες οι τράπεζες στην Ελλάδα και την Ευρώπη είναι χρεωκοπημένες, αλλά οι κυβερνήσεις τό κρύβουν. Όλες έχουν πλασματικούς ισολογισμούς και οι ρυθμιστικές αρχές, οι οποίες δήθεν ελέγχουν τη σταθερότητα του συστήματος, με πρώτη την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τό γνωρίζουν αυτό, και προσπαθούν να τις σώσουν καταστρέφοντας όλους τους υπόλοιπους και τελικά αποσταθεροποιώντας τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό. Για να επιβιώσουν χρειάζονται τεράστιες ενέσεις ρευστού, το οποίο αρπάζεται από την υπόλοιπη οικονομία και τήν αφήνει χωρίς οξυγόνο. Αυτό δεν είναι καμιά δυσλειτουργία του συστήματος, αλλά η κανονική του λειτουργία, και ανάλογα πράγματα συμβαίνουν σε όλες τις χώρες του κέντρου και της περιφέρειας. Για να συνεχίσουν το όργιο, οι τραπεζίτες βοηθούν να στηθεί ο φασισμός. Το ίδιο έκαναν και στον Μεσοπόλεμο.
Ετοιμάζοντας εμφύλιο
Ο φασισμός δεν γεννιέται αυτόματα από την ταπείνωση και τη φτώχεια. Ο μηχανισμός είναι πιο περίπλοκος, καθώς ο φασισμός είναι τελικά μια πολιτική απάντηση των καπιταλιστών στην κρίση του συστήματός τους. Μολονότι θέλει να φτιάξει μαζικό κίνημα, που περιλαμβάνει ως και απόκληρους, η πρωτοβουλία στην ανάπτυξή του έρχεται συνήθως από τα πάνω, όχι από τα κάτω. Οι ηγεσίες της αριστεράς, που πάσχουν από νομιμοφροσυνίτιδα,  πιάστηκαν κι εδώ απροετοίμαστες, ακριβώς επειδή φοβήθηκαν να διακρίνουν τη λογική της κατάστασης. Έτσι η τακτική του ‘ώριμου φρούτου’ απλώς έδωσε χρόνο στον εχθρό ν’ ανασυνταχθεί και να διασπάσει, στήνοντας το φασιστικό κόμμα, τους δυσαρεστημένους. Αντίθετα οι καπιταλιστές που ποντάρουν στην κρίση ξέρουν ότι το σημερινό, έστω και κίβδηλο και δραματικά περιορισμένο, δημοκρατικό πλαίσιο δεν διασφαλίζει τα κέρδη τους. Προχώρησαν, με την επίνευση της Τρόικας, σε αναρίθμητες εκτροπές, από την αντικοινοβουλευτική θέσπιση του πρώτου μνημονίου, που κατέλυσε τη λεγόμενη λαϊκή κυριαρχία, ως την επιβολή της μη εκλεγμένης χούντας του τραπεζίτη Παπαδήμου και την ανάθεση υπουργείων στο απροκάλυπτα ακροδεξιό Λάος. Αφότου αντιλήφθηκαν τις πολιτικές επιπτώσεις της πρωταρχικής συσσώρευσης ετοιμάζονται για το ενδεχόμενο ενός νέου εμφύλιου, ο οποίος δεν είναι πρώτη τους επιλογή, αλλά ίσως γίνει απαραίτητος για να κρατήσουν όσα άρπαξαν. Όσο περισσότερο χάνεις νομιμοποίηση, αν είσαι αποφασισμένος να μείνεις στην εξουσία, τόσο πιο ανοιχτά προσφεύγεις στη βία.
Πώς κυβερνάς τη σημερινή Ελλάδα χωρίς νομιμοποίηση; Δεν φαίνεται να άλλαξαν πολλά πράγματα αφότου είχα διατυπώσει κάποιες σχετικές σκέψεις, πριν από τρία χρόνια [“Η πολιτική της έντασης”, tvxs 30 Ιούνη 2010, tvxs.gr/node/39660]. Δεν αρκούν οι δυο θεσμοί που ασκούν άμεσα κρατική βία, τα σώματα ασφαλείας και ο στρατός. Ο τελευταίος χτυπήθηκε δραματικά από τη λιτότητα των τελευταίων χρόνων και σήμερα βράζει, όπως δείχνουν τα στοιχεία που δημοσιοποιεί το δίκτυο Σπάρτακος. Δύσκολα θα χρησιμοποιηθεί για εσωτερική καταστολή. Οι υποσχέσεις και οι κολακείες της ακροδεξιάς κυβέρνησης Σαμαρά, παρ’ όλους τους εύγλωττους συμβολισμούς τους, με κορυφαίο την επαναφορά των στρατιωτικών παρελάσεων, ελάχιστα πείθουν. Οι μνήμες από την άδοξη κατάληξη της στρατιωτικής χούντας του 1967-1974 παραμένουν ζωντανές, και οι αξιωματικοί μπορεί να είναι πολλά άλλα πράγματα, αλλά πάντως βλάκες δεν είναι. Κάποιες επαγγελματικές μονάδες ετοιμάζονται για να χρησιμοποιηθούν ενάντια στον εσωτερικό εχθρό, αλλά παραμένουν τεράστιες οι πρακτικές δυσχέρειες και το πολιτικό ρίσκο μιας τέτοιας κίνησης.
Τα σώματα ασφαλείας φασιστικοποιήθηκαν ‘από τα πάνω’, με μια συνεκτική πολιτική που άσκησαν όλοι οι αρμόδιοι υπουργοί, από τον Χρυσοχοϊδη μέχρι τον Δένδια, και για την οποία κάποτε θα δώσουν λόγο. Τα Ματ, οι Δέλτα και οι Δίας οργανώθηκαν σε σώματα πραιτοριανών, η αγριότητα και οι φασιστικές συμπεριφορές ενθαρρύνθηκαν με κάθε τρόπο ώσπου παγιώθηκαν σε καθεστώς, η συνεργασία με τους υπόλοιπους ναζιστές χτίστηκε απροκάλυπτα και συστηματικά, άνοιξαν στρατόπεδα συγκέντρωσης με πρώτα θύματα μετανάστες και πρόσφυγες, δεκάδες αναρχικοί πολιτικοί κρατούμενοι οδηγήθηκαν στις φυλακές μετά από δίκες-παρωδίες ή και χωρίς κάν αυτές, το δικαίωμα της διαμαρτυρίας τέθηκε υπό απαγόρευση, στήθηκαν μηχανισμοί παρακολούθησης του πληθυσμού και στοχευμένων εξωθεσμικών παρεμβάσεων, και συνολικά τέθηκαν τα θεμέλια ενός αστυνομικού κράτους. Όλα αυτά με την καθοδήγηση της Τρόικας και την επίνευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την οποία οι πιο αφελείς αριστεροί περιμένουν, λένε, να προστατέψει τη δημοκρατία.
Ωστόσο δεν λύνουν κανένα πρόβλημα όταν οι αριθμοί δεν βγαίνουν. Η αστυνομία δεν έχει ούτε εβδομήντα χιλιάδες προσωπικό, από το οποίο περίπου το μισό μπορεί να γίνει μάχιμο στο δρόμο. Τα όριά της είναι φανερά. Με τριάντα χιλιάδες δύσκολα καταστέλλεις ένα κύμα διαδηλώσεων σε ολόκληρη τη χώρα, πόσο μάλλον μια συγκέντρωση ενός εκατομμύριου οργισμένων στο Σύνταγμα, εκτός και αν δεν φοβάσαι να πληρώσεις το πολιτικό κόστος πολλών νεκρών. Από τούτη την άποψη, βασικό στήριγμα της κυβέρνησης όλα αυτά τα χρόνια ήταν οι ηγεσίες της συστημικής αριστεράς, που σταθερά υπονόμευαν τις μαζικές κινητοποιήσεις, όταν δεν τούς επιτέθηκαν κατά μέτωπο, όπως έγινε στις 20 Οκτώβρη του 2011. Σ’ αυτό το μέτρο είναι συνυπεύθυνες επειδή έδωσαν στους καπιταλιστές το χρόνο που χρειάζονταν για να στήσουν τη φασιστική συμμορία, και πρέπει επιτέλους να κοιταχτούνε στον καθρέφτη.
Η δοκιμασμένη λύση σε τέτοιες περιπτώσεις κρατικής αδυναμίας είναι να να βρεθούν εφεδρείες του κρατικού μηχανισμού, και τούτον ακριβώς το ρόλο καλείται να παίξει ο φασισμός σε χώρες όπου οι μάζες συμμετέχουν στην πολιτική ζωή και δεν υπάρχουν άλλου τύπου υποψήφιοι, για παράδειγμα φονταμενταλιστικά θρησκευτικά κινήματα. Ο φασισμός δεν είναι ιδεολογία, αλλά κίνημα· δεν επιβάλλεται επειδή έχει πειστικές ιδέες, αλλά ασκώντας τρομοκρατία στους δρόμους. Ενώ παριστάνει τον αντισυστημικό, είναι βαθύτατα συστημικός, αλλά αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι είναι ακίνδυνος για το σύστημα. Πέρα από το οικονομικό και πολιτικό κόστος που συνεπάγεται, μπορεί να αυτονομηθεί, να στραφεί εναντίον των πατρώνων του, ή και ν’ ανατινάξει την πολιτική τους, όπως λίγο έλειψε να κάνει η Χρυσή Αυγή τον καιρό της δόξας της. Η μαζική κινητοποίηση ούτε ξεκινά ούτε σταματά με διαταγές. Η διαλεκτική του κανιβαλισμού, που βρίσκεται στην καρδιά του φασισμού, οδηγεί σε όλο και ευρύτερες συγκρούσεις, ενδεχομένως και διεθνείς, οι οποίες μοιραία προκαλούν αντισυσπειρώσεις και τελικά οδηγούν σε ήττα, οπότε τα χάνεις όλα, όπως διαπίστωσαν πολλοί ευρωπαίοι καπιταλιστές το 1945. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ο φασισμός γίνεται επιλογή του πλέγματος εξουσίας μόνον όταν αυτό φτάνει σε απόγνωση. Και γι’ αυτό η ιστορία μάς διδάσκει ότι μέχρι τώρα πάντοτε, όχι ενενήντα εννιά φορές στις εκατό, αλλά εκατό, ο φασισμός νικήθηκε, συχνά τραβώντας στο χαμό τους γραβατωμένους πάτρωνές του. Ότι έλληνες καπιταλιστές τρέφουν τους ναζί είναι σημάδι αδυναμίας και όχι δύναμης, αποτυχίας και όχι αυτοπεποίθησης.
Αυτό που τούς έκανε κυρίως να στηρίξουν τον Μιχαλολιάκο ήταν το ισχυρό αντικαπιταλιστικό κίνημα των τελευταίων χρόνων, και το ίδιο κίνημα τούς ανάγκασε να τόν κλείσουν φυλακή τον Σεπτέμβρη. Το κίνημα στους δρόμους τούς ανάγκασε ν’ αναζητήσουν συμμάχους στους δρόμους, και το κίνημα στους δρόμους τούς τρόμαξε τόσο πολύ ώστε έκαψαν την ηγεσία των χρυσαυγιτών, μη ρισκάροντας έναν νέο Δεκέμβρη. Η σύλληψη των δολοφόνων ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη του κινήματος. Βραχυπρόθεσμα μείωσε την απήχηση του ναζιστικού μορφώματος, δείχνοντας πως δεν είναι τόσο δυνατό όσο παριστάνει. Τό αφόπλισε, ξανάνοιξε τους δρόμους σε πρόσφυγες και μετανάστες, και ίσως μπορεί, αν επιμείνουμε αρκετά, να διαλύσει ακόμη και τη ναζιστική βάση στον Άγιο Παντελεήμονα. Όταν μόνο λίγες δεκάδες φασιστάκια μαζεύτηκαν έξω από τη ΓΑΔΑ ενώ η ηγεσία τους κάλεσε σε πλήρη κινητοποίηση, αποδείχτηκε πόσο μακριά βρίσκονται από το να δημιουργήσουν αληθινό κίνημα.
Μακροπρόθεσμα οι συλλήψεις ανέστρεψαν την εξάπλωση των φασιστών, δείχνοντας πως δεν έχουν εξασφαλισμένο το ακαταδίωκτο. Όσο και αν προσπαθεί η κυβέρνηση να συγκαλύψει την κατάσταση που δημιούργησαν στην αστυνομία ο Δένδιας και οι προκάτοχοί του, στο εξής κάποιοι θα είναι πολύ πιο διστακτικοί να φορέσουν μαύρα μπλουζάκια. Οι αποκαλύψεις για τα φονικά και για τη χρηματοδότησή τους από εφοπλιστές, τραπεζίτες και μητροπολίτες έδειξαν σε πολύ κόσμο πως οι χρυσαυγίτες κάθε άλλο παρά αντισυστημικοί και φιλάνθρωποι είναι. Κινητοποίησαν την αριστερά εναντίον τους και ξύπνησαν πολλούς πολιτικά αδιάφορους, όπως αποδεικνύει η τεράστια συμμετοχή στις αντιφασιστικές συγκεκντρώσεις και συζητήσεις τις τελευταίες εβδομάδες. Κερδίσαμε λοιπόν την πρώτη μεγάλη μάχη, αλλά ο πόλεμος δεν κρίθηκε ακόμη, και δεν θα λήξει προτού ξεμπερδέψουμε με το ίδιο το σύστημα που γεννά τον φασισμό. Θα φτιάχνουν νέους Μιχαλολιάκους όσο καιρό νιώθουν ότι απειλούνται, κι εμείς θα πρέπει με όλες μας τις δυνάμεις να τούς διώχνουμε από το δρόμο. Ένα νέο φασιστικό κόμμα, απαλλαγμένο από τις ναζιστικές, σατανιστικές και παγανιστικές γραφικότητες των χρυσαυγιτών, μπορεί ν’ αποδειχτεί πολύ πιο επικίνδυνο, και να παραπλανήσει πολύ περισσότερο κόσμο.
Σ’ αυτή την προσπάθεια οπωσδήποτε εντάσσεται η πρόσφατη επίθεση στο Νέο Ηράκλειο, αν δεν πρόκειται για απλό ξεκαθάρισμα μαφιόζικων λογαριασμών. Η μέθοδος, η ωμότητα, ο επαγγελματισμός της, και η χρονική στιγμή δείχνουν πως πρόκειται για δουλειά του παρακράτους, το οποίο μένει ανεξέλεγκτο, και όχι φυσικά αντιφασιστών. Όσο οι δράστες μένουν ασύλληπτοι, αυτό το συμπέρασμα είναι παραπάνω από λογικό. Σκοπός της είναι να διευκολύνει τη ρητορική περί δυο άκρων, ν’ απονομιμοποιήσει τον αντιφασισμό, και να επιτρέψει σε κράτος και φασίστες έναν νέο γύρο καταστολής και τρομοκρατίας. Αντίθετα, οι τυφλές επιθέσεις συζητήθηκαν αναλυτικά ήδη από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα στους κόλπους του αναρχικού κινήματος και της αριστεράς, κι έχει γίνει κοινή συνείδηση το πόσο πολύ βοηθούν τον εχθρό, για να μη μιλήσουμε για την απανθρωπιά τους. Το αντιφασιστικό κίνημα δεν δολοφονεί εν ψυχρώ. Μάχεται ανυποχώρητα, αλλά όπλα του δεν είναι οι δολοφονίες, είναι είναι η συστηματική αποδόμηση των συνθημάτων του εχθρού, η κινητοποίηση των μαζικών φορέων, και η οργανωμένη απόκρουση της ναζιστικής τρομοκρατίας στους δρόμους.
Τέτοιου τύπου χτυπήματα κλασικά χρησιμοποιούνται από το ακροδεξιό χέρι του κράτους, και μπορεί να προοιωνίζονται μια ευρύτερων στοχεύσεων Πολιτική της Έντασης, όπως εκείνη που εφάρμοσε το βαθύ κράτος στην Ιταλία στα 1960-1970 ή στη Νότια Αφρική το 1990. Στόχος τους, τρομοκρατώντας τον πληθυσμό να σταθεροποιήσουν καθεστώτα που δεν έχουν νομιμοποίηση, σαν αυτό που έχουμε σήμερα στην Ελλάδα. Η λογική τους περιγράφεται σε βιβλία όπως το Ντανιέλε Γκάνσερ, Οι μυστικοί στρατοί του ΝΑΤΟ: Η επιχείρηση Gladio και η τρομοκρατία στη Δυτική Ευρώπη, πρόλογος, επιμέλεια Κλεάνθης Γρίβας, Antilogos, Αθήνα 2007, και το Νίκος Κλείτσικας, Andrea Speranzoni, Φαινόμενα τρομοκρατίας. Ο ελληνικός νεοφασισμός μέσα από τα απόρρητα έγγραφα των Μυστικών Υπηρεσιών, Προσκήνιο, Αθήνα 2003. Και φυσικά το εύγλωττο Περί της τρομοκρατίας και του κράτους, του Τζιανφράνκο Σανγκουινέττι. Αξίζει να τα ξαναδιαβάσουμε αν θέλουμε να καταλάβουμε σωστά όσα συμβαίνουν στις ημέρες μας, και ν’ αντιδράσουμε αποτελεσματικά στα σχέδια του κράτους.

Δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Βαβυλωνία 13 [Νοέμβρης 2013]